ξεδικιωμός

ξεδικιωμός
ο [ξεδικιούμαι]
ανταπόδοση τού κακού που έχει γίνει εις βάρος κάποιου, εκδίκηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεδικιωμός — ο εκδίκηση, γδικιωμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”